ἀδιορθώτους

ἀδιορθώτους
ἀδιόρθωτος
not corrected
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… …   Dictionary of Greek

  • ψείρα — η 1. είδος εντόμων τα οποία ζουν ως παράσιτα του σώματος ανθρώπων και ζώων: Σε μερικά σχολεία παρουσιάστηκαν ψείρες. 2. η παροιμία «Aλί που το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες», για αδιόρθωτους ανθρώπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”